- χατήρι
- το, Νβλ. χατίρι.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Christos Chomenidis — Born 1966 Athens, Greece Occupation novelist Nationality Greek Pe … Wikipedia
χατίρι — και χατήρι, το, Ν 1. χάρη, εξυπηρέτηση 2. φρ. α) «τού [ή τής] κάνω όλα τα χατίρια» εκτελώ με προθυμία ό,τι μού ζητήσει β) «δεν χαλώ χατίρι σε κανέναν» δεν δυσαρεστώ κανέναν, δίνω σε όλους ικανοποίηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. hatir] … Dictionary of Greek